κλοπή

κλοπή
κλοπή
Meaning: `theft' etc.
See also: s. κλέπτω.
Page in Frisk: 1,876

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλοπή — theft fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

  • κλοπῇ — κλοπῆι , κλοπεύς thief masc dat sg (epic ionic) κλοπή theft fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπή — η η πράξη του κλέβω, κλεψιά, κλέψιμο: Κατηγορείται για κλοπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοπαῖς — κλοπή theft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαῖσι — κλοπή theft fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαί — κλοπή theft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπᾶν — κλοπή theft fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπήν — κλοπή theft fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπῶν — κλοπή theft fem gen pl κλοπός thief masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”